- Κύριλλος
- I
Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου.1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849-54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η περιουσία της Κυπριακής Εκκλησίας.2. Κ. Β’ (Λευκωσία 1844 – 1916). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1909-16). Μετά τις σπουδές του στη θεολογική σχολή του Τίμιου Σταυρού στην Παλαιστίνη επέστρεψε στην Κύπρο, όπου αναγορεύτηκε μητροπολίτης Πάφου (1888), Κυρήνειας (1889) και Κιτίου. Εξελέγη πολλές φορές βουλευτής και κατέβαλε συνεχείς προσπάθειες για την εθνική αποκατάσταση του νησιού. Μετά τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Σωφρόνιου, προτάθηκε ως υποψήφιος για τον εκκλησιαστικό θρόνο, αλλά μόλις το 1909 διορίστηκε αρχιεπίσκοπος Κύπρου έπειτα από πολυετείς αγώνες. Στη διάρκεια της αρχιεπισκοπίας του συντάχθηκε το καταστατικό της Κυπριακής Εκκλησίας, με το οποίο διευθετήθηκε το ζήτημα της εκλογής επισκόπων και αρχιεπισκόπου και άλλα σχετικά με τη διαχείριση της εκκλησιαστικής περιουσίας.3. Κ. Γ’ (Προάστιο Αμμοχώστου 1859 – Λευκωσία 1933). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1916-33). Σπούδασε στη φιλολογική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας (1889). Όταν επέστρεψε στην Κύπρο, χρημάτισε διάκονος στη Λεμεσό, καθηγητής σε γυμνάσιο της ίδιας πόλης (1890-95) και μητροπολίτης Κυρήνειας. Το 1908 αναγορεύτηκε αρχιεπίσκοπος Κύπρου στην Κωνσταντινούπολη, αλλά εξαιτίας της περιπλοκής του αρχιεπισκοπικού ζητήματος κατά τη συμφωνία που έγινε, θεωρήθηκε κανονικός αρχιεπίσκοπος ο Κύριλλος Β’ από το Κίτιο, ενώ ο Κ. Γ’ παρέμεινε μητροπολίτης Κυρήνειας με τον τίτλο πρόεδρος Κυρήνειας. Όταν έμεινε πάλι κενός ο αρχιεπισκοπικός θρόνος (1916), χρίστηκε αρχιεπίσκοπος από τους κληρικούς και τους λαϊκούς. Το 1918 μετέβη στο Λονδίνο επικεφαλής αποστολής, όπου έμεινε δύο χρόνια και εργάστηκε για την ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Ίδρυσε το εβδομαδιαίο περιοδικό Απόστολος Βαρνάβας και εργάστηκε για την ανάπτυξη των γραμμάτων στην Κύπρο. Στα χρόνια του έγινε και η εξέγερση του Οκτωβρίου του 1931 για την ένωση.IIΌνομα τριών μητροπολιτών της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Οικουμενικού Πατριαρχείου. 1. Κ. (Δραγούνης, Αγρίδια Ίμβρου 1942 –). Μητροπολίτης Σελευκείας (1994-), Υπέρτιμος και Έξαρχος Ισαυρίας. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης (1967). Έγινε κληρικός το 1967 και υπηρέτησε στο οικουμενικό πατριαρχείο, αρχικά ως τριτεύων και στη συνέχεια ως δευτερεύων και αρχιδιάκονος του πατριαρχείου. Το 1985 εξελέγη από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχικού Θρόνου τιτουλάριος μητροπολίτης Σελευκείας και από το 1994 έγινε εν ενεργεία. Είναι αρχιερατικός προϊστάμενος της Δ’ αρχιεπισκοπής της περιφέρειας Κωνσταντινούπολης, στην περιοχή Υψημαθείων, και στη δικαιοδοσία του υπάγονται 11 ναοί. Συμμετείχε σε διάφορα επιστημονικά θεολογικά συνέδρια.2. Κ. (Κυπριωτάκης, Πύργος Μονοφατσίου Ηρακλείου Κρήτης 1932 –). Μητροπολίτης Γορτύνης και Αρκαδίας (1979-), Υπέρτιμος και Έξαρχος Κεντρώας Κρήτης. Σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Χάλκης (1961). Το 1956, αφού έγινε μοναχός στη μονή Αγίου Γεωργίου Επανωσήφη, χειροτονήθηκε διάκονος και το 1961 πρεσβύτερος. Επίσης διετέλεσε επιμελητής της Θεολογικής Σχολής Χάλκης, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1962-75 υπηρέτησε ως πρωτοσύγκελος της αρχιεπισκοπής Κρήτης. Το 1975 εξελέγη μητροπολίτης Κίσσαμου και Σελίνου, ενώ το 1979 μετατέθηκε στη μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας, όπου έχει αναπτύξει έντονο πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο. Εκτός του γενικού φιλόπτωχου ταμείου, προεδρεύει διαφόρων άλλων ιδρυμάτων, όπως του ιδρύματος στοργής Η Παναγία (ορφανοτροφείο θηλέων), του γηροκομείου Οι Άγιοι Δέκα, της Παιδικής Προστασίας Αγία Σκέπη, του Βαρδινογιαννιδείου Ιδρύματος, της σχολής κοπτικής ραπτικής Ο Ευαγγελισμός κ.ά.3. Κ. (Χρηστάκης, Κολλίνες Αρκαδίας 1938 –). Μητροπολίτης Κυθήρων (1998-). Σπούδασε στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1959 χειροτονήθηκε διάκονος, το 1969 πρεσβύτερος, οπότε ανέλαβε καθήκοντα εφημερίου της Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και διευθυντής του οικοτροφείου της. Κατά το χρονικό διάστημα 1969-71 διετέλεσε στρατιωτικός ιεροκήρυκας της Σχολής Ευελπίδων και από το 1971 μέχρι το 1998 υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και πρωτοσύγκελος στη μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων (Καρδίτσα), ενώ παράλληλα προσέφερε σημαντικότατο έργο στην εξωτερική ιεραποστολή σε περιοχές της Άπω Ανατολής και της ανατολικής Αφρικής. Το 1998 εξελέγη μητροπολίτης Κυθήρων, αναπτύσσοντας μέχρι σήμερα πλούσιο πνευματικό, κοινωνικό και φιλανθρωπικό έργο.IIIΌνομα δύο πατριαρχών Ιεροσολύμων.1. Κ. Α’ (Παλαιστίνη 313; – 386). Επίσκοπος Ιεροσολύμων (348-386). Αφού χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος (343), ανέλαβε τον επισκοπικό θρόνο των Ιεροσολύμων, όπου ήρθε σε ρήξη με τον μητροπολίτη Καισαρείας Ακάκιο, που έκλινε προς τον αρειανισμό. Το σημαντικότερο από τα έργα του είναι οι Κατηχήσεις (συνολικά 24), με τις οποίες ο Κ. αναφέρεται στην ανάγκη της κατήχησης, στο βάπτισμα, στη μετάνοια και στην εξομολόγηση, στο χρίσμα, στη θεία λειτουργία, στη θεία ευχαριστία κλπ. Σώζεται επίσης ομιλία του Κ. στον παραλυτικό, επιστολή στον αυτοκράτορα Κωνστάντιο και αποσπάσματα άλλων ομιλιών και επιστολών, των οποίων όμως αμφισβητείται η γνησιότητα. Τα άπαντά του περιέχονται στην Ελληνική Πατρολογία του Migne και στο έργο του αρχιεπισκόπου Ιεροσολύμων Διονύσιου Κλεόπα Κυρίλλου τα σωζόμενα, που δημοσιεύτηκε από τον Φώτιο Αλεξανδρίδη σε δύο τόμους στα Ιεροσόλυμα (1867-68).2. Κ. Β’ (Σάμος 1792 – Κωνσταντινούπολη 1877). Πατριάρχης Ιεροσολύμων (1845-72). Προτού ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο είχε χρηματίσει αρχιεπίσκοπος Σεβαστείας (1831) και αργότερα Λύδης. Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του ίδρυσε σχολεία, τυπογραφείο στα Ιεροσόλυμα και την ονομαστή Θεολογική Σχολή του Σταυρού (1855), ενώ ανακαίνισε επίσης πολλά μοναστήρια. Το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του παρέμεινε στην Κωνσταντινούπολη, απ’ όπου έφυγε το 1872, στη διάρκεια της συνόδου σχετικά με το βουλγαρικό ζήτημα, για να μεταβεί στους Αγίους Τόπους, με το πρόσχημα ότι ήθελε να υποδεχτεί τον μέγα δούκα Νικόλαο, ο οποίος επρόκειτο να επισκεφθεί τα Ιεροσόλυμα. Για την πράξη του αυτή καθαιρέθηκε από την Αγιοταφική Αδελφότητα και αναγκάστηκε να αποσυρθεί στην Κωνσταντινούπολη, όπου έμεινε στο Αγιοταφικό Μετόχι έως τον θάνατό του.IVΌνομα έξι πατριαρχών Αντιοχείας.1. Κ. Α’ (; – Πανονία 306). Πατριάρχης Αντιοχείας (279-303), διάδοχος του Τίμαιου στον πατριαρχικό θρόνο. Κατά τη διάρκεια του διωγμού του Διοκλητιανού εξορίστηκε στην Πανονία, όπου πέθανε ως ομολογητής.2. Κ. Β’ (12ος αι.). Πατριάρχης Αντιοχείας (1173;−83;). Έλαβε μέρος σε πράξη μετάθεσης του Αγκύρας Μιχαήλ στην επισκοπή της Κερασούντος.3. Κ. Γ’ (τέλη 13ου – αρχές 14ου αι.). Πατριάρχης Αντιοχείας (1290-1308). Αρχικά χρημάτισε μητροπολίτης Τύρου· όταν αργότερα χρίστηκε πατριάρχης, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη και από εκεί διοικούσε το πατριαρχείο, παραμένοντας στη μονή των Οδηγών.4. Κ. Δ’ (14ος αι.). Πατριάρχης Αντιοχείας (1316). Ανέλαβε τη διοίκηση του πατριαρχείου έπειτα από μεγάλο διάστημα χηρείας του πατριαρχικού θρόνου. Ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β’ Παλαιολόγος τον κάλεσε μέσω του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη ΙΓ’ του Γλυκού να επισκεφθεί τη Βασιλεύουσα.5. Κ. Ε’ (; – 1621). Αντιπατριάρχης Αντιοχείας (1620-21). Αδελφός του πατριάρχη Αθανάσιου Γ’, είχε χρηματίσει επίσκοπος Χαβρανίου και το 1620 εξελέγη πατριάρχης στην Τρίπολη της Συρίας, ενώ στη Δαμασκό έμενε ο κανονικός πατριάρχης Ιγνάτιος Γ’. Αν και είχε την υποστήριξη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Κύριλλου Λούκαρη, ο Κ. αρνήθηκε να δεχτεί την απόφαση γενικής συνέλευσης, φυλακίστηκε και θανατώθηκε.6. Κ. ΣΤ’ (; – 1724). Πατριάρχης Αντιοχείας (1686-1724). Προτού ανέλθει στον πατριαρχικό θρόνο ονομαζόταν Κωνσταντίνος. Ανέλαβε τη διοίκηση του πατριαρχείου σε νεότατη ηλικία, μόλις 15 ετών, και κατόρθωσε να επικρατήσει του Νεόφυτου, ο οποίος τελικά έγινε μητροπολίτης Λαοδικείας (1691), και του Αθανασίου Γ’, που ανέλαβε τη μητρόπολη Βέροιας (Χαλέπι) το 1694.VΌνομα πατριαρχών Αλεξανδρείας.1. Κ. Α’ (375 – 444). Πατριάρχης Αλεξανδρείας (412-444). Διακρίθηκε κυρίως για τους βίαιους αγώνες του εναντίον των αντιπάλων του χριστιανισμού και των αιρετικών. Πολέμησε σφοδρά την αίρεση του Νεστόριου, υπήρξε πρωτεργάτης της Γ’ Οικουμενικής Συνόδου (Έφεσος, 431) και ο κύριος διαμορφωτής του δόγματος της ένωσης των δύο φύσεων του Χριστού και της ανάδειξης της Μαρίας ως Θεοτόκου. Ως συγγραφέας υπήρξε πολυγραφότατος· τα έργα του καλύπτουν 10 τόμους της Πατρολογίας του Migne. Τα σημαντικότερα είναι: Γλαφυρά (13 βιβλία, αλληγορική-τυπολογική εξήγηση της Πεντατεύχου), Η βίβλος των θησαυρών περί της Αγίας και ομοουσίου Τριάδος (ανασκευή των δοξασιών των Αρειανών), Δώδεκα αναθεματισμοί (καταδίκη των απόψεων του Νεστορίου), Υπέρ της των Χριστιανών ευαγούς θρησκείας προς τον εν αθέοις Ιουλιανόν (30 βιβλία· απευθύνεται στον αυτοκράτορα Θεοδόσιο B’ και καταδικάζει τις δοξασίες των ειδωλολατρών) κ.ά. Ο Κ. θεμελίωσε τη διδασκαλία του στην Αγία Γραφή και πρώτος αυτός θεώρησε τις γνώμες των Πατέρων της Εκκλησίας κριτήριο της αλήθειας. Κέντρο της δογματικής του διδασκαλίας υπήρξε το χριστολογικό. Πιο συγκεκριμένα, οι βασικές θέσεις του συνοψίζονται στα εξής: αποδοχή του Χριστού με τέλεια ανθρώπινη φύση και τέλεια θεότητα· με την ένωση υπάρχει ένα μοναδικό πρόσωπο· από τη διαφορά των φύσεων προέρχεται η διάκριση, από τη μοναδικότητα του προσώπου η ενότητα· η Μαρία είναι Θεοτόκος (όχι μόνο Χριστοτόκος, όπως υποστήριζε ο Νεστόριος)· το έργο του Λόγου του Θεού προσφέρει την εξύψωση του ανθρώπου. Αγιοποιήθηκε από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία και η μνήμη του τιμάται στις 9 Ιουνίου.2. Κ. Δ’. Βλ. λ. Λούκαρης, Κύριλλος.VIΌνομα επτά πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως.1. Κ. A’ (Λούκαρης). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1612 επιτηρητής, 1620-23, 1623-33, 1633-34, 1634-35, 1637-38). Βλ. λ. Λούκαρης, Κύριλλος.2. Κ. B’ (Κονταρής, ; – Τύνιδα 1640). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1633, 1635-36, 1638-39). Μητροπολίτης Βέροιας αρχικά (1618), συνεργάστηκε με τους ιησουίτες του Γαλατά και τους πρεσβευτές των καθολικών δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, στην εκστρατεία εναντίον του φωτισμένου πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη, τον οποίο κατόρθωσε να ανατρέψει τρεις φορές. Η άνοδός του στον πατριαρχικό θρόνο αποτέλεσε το μέγιστο σημείο διείσδυσης των οργάνων της καθολικής προπαγάνδας στους κόλπους της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Οι δύο πρώτες πατριαρχίες του ήταν σύντομες. Την τρίτη φορά χρίστηκε πατριάρχης αμέσως μετά τη δολοφονία του Λούκαρη, για την οποία θεωρήθηκε ηθικός αυτουργός. Αλλά και το δικό του τέλος ήταν τραγικό· εξόριστος στην Τύνιδα, απαγχονίστηκε από τον σουλτάνο, επειδή αρνήθηκε να ασπαστεί τον ισλαμισμό.3. Κ. Γ’ (Σπανός, 17ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1652, 1654). Καταγόταν από την Ξάνθη. Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Κορίνθου και αργότερα μετατέθηκε στη μητρόπολη της Φιλιππούπολης (1637) και του Τιρνόβου (1650), ενώ το 1652 κατέλαβε πραξικοπηματικά τον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, από τον οποίο καθαιρέθηκε μέσα σε οχτώ ημέρες και εξορίστηκε. Αναρριχήθηκε για δεύτερη φορά στον θρόνο στα μέσα Μαρτίου του 1654, αλλά έπειτα από δεκατέσσερις ημέρες καθαιρέθηκε και εξορίστηκε στην Κύπρο, καθώς δεν αναγνωρίστηκε από τους αρχιερείς.4. Κ. Δ’, ο Λέσβιος (Μυτιλήνη ; – 1728). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1711-13). Πριν από το 1686 είχε διατελέσει αρχιδιάκονος του μητροπολίτη Αδριανούπολης Νεόφυτου. Στη διάρκεια της πατριαρχίας του ιδρύθηκε το νοσοκομείο και το εκθετοτροφείο της Κεφαλονιάς και δημοσιεύτηκαν πολλές πράξεις που αναφέρονταν κυρίως στα μοναστήρια και στις επισκοπές της Κρήτης.5. Κ. Ε’ (Καράκαλος, Δημητσάνα ; – 1775). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1748-51, 1752-57). Είχε εκλεγεί μητροπολίτης Μελενίκου (1737) και Νικομήδειας (1745). Αποτέλεσε το κεντρικό πρόσωπο μιας έριδας που συντάραξε τα χρόνια εκείνα την ιεραρχία και την κοινωνία της Κωνσταντινούπολης. Αφορμή υπήρξε μια εγκύκλιός του με τη διαταγή να αναβαπτίζονται όσοι άλλαζαν δόγμα από τον καθολικισμό στην ορθοδοξία. Για θεωρητικούς αλλά και για προσωπικούς λόγους, μια ομάδα από αξιόλογους ιεράρχες και λογίους με επικεφαλής τον πρώην πατριάρχη Καλλίνικο Δ’ αντιτάχθηκαν στα απαράδεκτα μέτρα και στις δημοκοπικές μεθόδους του Κ. Το ενδιαφέρον όμως σήμερα είναι ότι αυτή η έριδα περί του αναβαπτισμού στάθηκε η αιτία να γραφούν από εκπροσώπους και των δύο αντιμαχόμενων μερίδων μια σειρά από έμμετρους λίβελους, σάτιρες, παρωδίες και κωμικούς διάλογους, που δεν αποτελούν απλώς ενδιαφέροντα γλωσσικά και ιστορικά ντοκουμέντα αλλά και σχεδόν μοναδικά παραδείγματα στηλιτευτικής παραφιλολογίας στην πρώιμη ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας.6. Κ. ΣΤ’ (Σερμπέτζογλου, Αδριανούπολη 1775 – 1821). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1813-18). Σπούδασε στην ιδιαίτερη πατρίδα του, υπηρέτησε ως αρχιδιάκονος στο πατριαρχείο, χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ικονίου (1803) και αργότερα μετατέθηκε στην Αδριανούπολη (1810). Φίλος των γραμμάτων, ίδρυσε σχολή εκκλησιαστικής μουσικής (1815) και έγραψε Πίνακα της μεγάλης αρχισατραπείας του Ικονίου και εξήγηση αυτού (1815). Το 1802 δημοσίευσε την Ιερογραφική Αρμονία, που περιείχε στιχουργήματα του Πτωχοπρόδρομου, του Γ. Πισίδη και του Κ. Ξανθόπουλου. Μετά την καθαίρεσή του επέστρεψε στη γενέτειρά του, Αδριανούπολη, όπου συνελήφθη και απαγχονίστηκε μαζί με άλλους 27 κληρικούς και προύχοντες, όταν ξέσπασε η Ελληνική Επανάσταση.7. Κ. Ζ’ (; – Χάλκη 1872). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1855-60). Αρχικά χειροτονήθηκε μητροπολίτης Αίνου (1831) και αργότερα μετατέθηκε στην Αμάσεια (1847). Κατά τη διάρκεια της πατριαρχίας του συντάχθηκαν από εθνοσυνέλευση οι γενικοί κανονισμοί σχετικά με τη διευθέτηση των εθνικών πραγμάτων, αποτέλεσμα ανταγωνισμού μεταξύ κλήρου και λαού. Εξαιτίας αυτών των συνεχών επεισοδίων κληρικών και λαϊκών αναγκάστηκε να παραιτηθεί και να αποσυρθεί στη Χάλκη.VIIΌνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας.1. Πατριάρχης Αλεξανδρείας. Βλ. λ. Κύριλλος. Όνομα πατριαρχών Αλεξανδρείας (1.).2. Αρχιεπίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 18 Μαρτίου.3. Επίσκοπος Γορτύνης (τέλη 3ου – αρχές 4ου αι. μ.Χ.). Αρχικά ήταν ασκητής και αργότερα χειροτονήθηκε επίσκοπος Γορτύνης στην Κρήτη. Τον συνέλαβαν επί Μαξιμιλιανού (245-310) και αφού τον διαπόμπευσαν, τον οδήγησαν έξω από την πόλη, στη θέση Ραξό, όπου μαρτύρησε με ξίφος. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Ιουνίου.4. Κ. (4ος αι. μ.Χ.). Μαρτύρησε στα χρόνια του Λικίνιου (307-323) μαζί με άλλους 39 μάρτυρες, στη Σεβάστεια. Η μνήμη τους τιμάται στις 9 Μαρτίου.5. Διάκονος (4ος αι. μ.Χ.). Μαρτύρησε στα χρόνια του Ιουλιανού του Παραβάτη (360-363). Η μνήμη του τιμάται στις 29 Μαρτίου.6. Κ. ο Φιλεώτης. Ασκητής από την επαρχία Δέρκων. Αρχικά ασκήτεψε στο σπίτι του και αργότερα σε κάποιο μοναστήρι. Η μνήμη του τιμάται στις 2 Δεκεμβρίου.7. Κ., ο Απόστολος των Σλάβων. Βλ. λ. Κύριλλος και Μεθόδιος.VIIIΌνομα στρατηγών της βυζαντινής περιόδου.1. Κ. (; – 514 μ.Χ.). Διετέλεσε στρατηγός επί Αναστασίου Α’ (491-518). Καταγόταν από την Ιλλυρία. Όταν ξέσπασε η στάση του στρατηγού της Θράκης Βιταλιανού (514), ο αυτοκράτορας έστειλε εναντίον του τον Κ., ο οποίος όμως ηττήθηκε από τον στασιαστή και αναγκάστηκε να καταφύγει στην οχυρή πόλη Οδησσό, τη σημερινή Καβάρνα της Βουλγαρίας. Ο Βιταλιανός, όμως, δωροδόκησε τους φρουρούς μιας πύλης της πόλης, εισέβαλε σε αυτή, την κατέλαβε και σκότωσε τον Κ.2. Κ. (; – 534 μ.Χ.). Διετέλεσε στρατηγός επί Ιουστίνου Α’ (518-527) και Ιουστινιανού Α’ (527-565). Καταγόταν από τη Θράκη. Αρχικά έλαβε μέρος στην εκστρατεία εναντίον των Περσών, με αρχηγό τον Βελισάριο. Το 534 ηγήθηκε ο ίδιος εκστρατείας εναντίον των Βανδάλων και της αιχμαλωσίας του αρχηγού τους Γελήμερου. Ο Βελισάριος τον έστειλε με τμήμα στρατού να καταλάβει τις κτήσεις των Βανδάλων, Σαρδηνία και Κορσική. Αφού εξασφάλισε την κατοχή των νησιών, επέστρεψε στην Καρχηδόνα τη χρονική περίοδο που μαινόταν εκεί η στάση του Στότζα. Κινήθηκε τότε υπό τις διαταγές του στρατηγού Μαρκέλλου εναντίον των στασιαστών, αλλά κατά τη διάρκεια της πρώτης σύγκρουσης πολλοί από τους άντρες του αυτομόλησαν στον εχθρό, και ο ίδιος με τον Μάρκελλο κατέφυγαν στο χωριό Γαγόφυλλα, όπου αιχμαλωτίστηκαν και τελικά σκοτώθηκαν.3. Κ. (; – 838; μ.Χ.). Διετέλεσε στρατηγός επί Θεόφιλου (829-842). Έλαβε ενεργό μέρος υπό τις διαταγές του Αέτιου στην άμυνα του Αμορίου της Μικράς Ασίας. Δεν είναι γνωστό αν έπεσε στο πεδίο της μάχης ή αν αιχμαλωτίστηκε μαζί με τον Αέτιο.
Dictionary of Greek. 2013.